- εφόλκιον
- το мор. корабельная шлюпка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐφόλκιον — small boat towed after a ship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκίοις — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκίου — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκίων — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκίῳ — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόλκια — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek
фелюга — небольшое турецкое судно , фелука – то же, южн., фелюк, причерноморск. (Даль). Через франц. felouque из исп. faluca от араб. fulûkа из греч. ἐφόλκιον – то же; см. Литтман 97; Локоч 66; Гамильшег, ЕW 410. •• [См. еще о первоисточнике этого слова … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φελούκα — η, Ν 1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών 2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο… … Dictionary of Greek